Μενδενίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μενδενίτσα | ||
γενική | της | Μενδενίτσας | ||
αιτιατική | τη | Μενδενίτσα | ||
κλητική | Μενδενίτσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μενδενίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /men.ðeˈni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μεν‐δε‐νί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜενδενίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μενδενίτσα