Μελισσαράτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μελισσαράτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελισσαράτος αρσενικό (θηλυκό Μελισσαράτου)
Μελισσαράτος αρσενικό (θηλυκό Μελισσαράτου)