Μελιδονιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μελιδονιώτισσα < Μελιδονιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.li.ðoˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐λι‐δο‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελιδονιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μελιδονιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- μελιδονιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Μελιδόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μελιδονιώτης
Μελιδονιώτισσα
|