Μεγιστεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μεγιστεύς | οἱ | Μεγιστεῖς | ||||
γενική | τοῦ | Μεγιστέως | τῶν | Μεγιστέων | ||||
δοτική | τῷ | Μεγιστεῖ | τοῖς | Μεγιστεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Μεγιστέᾱ & Μεγιστῆ* |
τοὺς | Μεγιστέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Μεγιστεῦ | Μεγιστεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μεγιστεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Μεγιστέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. * Μεταγενέστερος τύπος αιτιατικής. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μεγιστεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέγιστ(ος) + -εύς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεγιστεύς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Μεγίστη (θηλυκό)
Πηγές
επεξεργασία- Μεγιστεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μεγιστεύς - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012