Μαραθωνίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαραθωνίτισσα < Μαραθωνίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ɾa.θoˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρα‐θω‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαραθωνίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μαραθωνίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Μαραθώνας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαραθωνίτης
Μαραθωνίτισσα
|