Μαντουδιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαντουδιώτισσα < Μαντουδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /man.duˈðʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ντου‐διώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαντουδιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μαντουδιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Μαντούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαντουδιώτης
Μαντουδιώτισσα
|