↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μακρακωμίτισσα οι Μακρακωμίτισσες
      γενική της Μακρακωμίτισσας των Μακρακωμιτισσών
    αιτιατική τη Μακρακωμίτισσα τις Μακρακωμίτισσες
     κλητική Μακρακωμίτισσα Μακρακωμίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μακρακωμίτισσα < Μακρακωμίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.kɾa.koˈmi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐κρα‐κω‐μί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μακρακωμίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μακρακωμίτης