καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Λιβανάται
      γενική τῶν Λιβανατῶν
      δοτική ταῖς Λιβανάταις
    αιτιατική τὰς Λιβανάτας
     κλητική ! Λιβανάται
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λιβανάται < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.vaˈna.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐βα‐νά‐ται

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιβανάται θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό