Ληξουργιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ληξουργιώτης | οι | Ληξουργιώτηδες |
γενική | του | Ληξουργιώτη* | των | Ληξουργιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ληξουργιώτη | τους | Ληξουργιώτηδες |
κλητική | Ληξουργιώτη | Ληξουργιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ληξουργιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ληξουργιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛηξουργιώτης αρσενικό (θηλυκό Ληξουργιώτη ή Ληξουργιώτου)