Λευτεριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λευτεριώτης | οι | Λευτεριώτηδες |
γενική | του | Λευτεριώτη* | των | Λευτεριώτηδων |
αιτιατική | τον | Λευτεριώτη | τους | Λευτεριώτηδες |
κλητική | Λευτεριώτη | Λευτεριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λευτεριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λευτεριώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛευτεριώτης αρσενικό (θηλυκό Λευτεριώτη ή Λευτεριώτου)