Λεττονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λεττονή | οι | Λεττονές |
γενική | της | Λεττονής | των | Λεττονών |
αιτιατική | τη | Λεττονή | τις | Λεττονές |
κλητική | Λεττονή | Λεττονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λεττονή < Λεττον(ός) + -ή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεττονή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λεττονός
Λεττονή
→ δείτε τη λέξη Λετονή |