Λάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λάτος | οι | Λάτοι |
γενική | του | Λάτου | των | Λάτων |
αιτιατική | τον | Λάτο | τους | Λάτους |
κλητική | Λάτο & Λάτε |
Λάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λάτος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λάτος αρσενικό (θηλυκό Λάτου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λάτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λάτος αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- Λάτος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven