Κώνωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κώνωψ | οἱ | Κώνωπες | ||||
γενική | τοῦ | Κώνωπος | τῶν | Κωνώπων | ||||
δοτική | τῷ | Κώνωπῐ | τοῖς | Κώνωψῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Κώνωπᾰ | τοὺς | Κώνωπᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Κώνωψ | Κώνωπες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κώνωπε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Κωνώποιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κώνωψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚώνωψ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα με γραφές θεμάτων -ωπος ή -οπος
- άλλες μορφές: Κόνωψ
Πηγές
επεξεργασία- Κώνωψ - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012