Δείτε επίσης: κώνωψ
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κώνωψ οἱ Κώνωπες
      γενική τοῦ Κώνωπος τῶν Κωνώπων
      δοτική τῷ Κώνωπ τοῖς Κώνωψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κώνωπ τοὺς Κώνωπᾰς
     κλητική ! Κώνωψ Κώνωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κώνωπε
γεν-δοτ τοῖν  Κωνώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κώνωψ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κώνωψ αρσενικό