Κυδαντίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Κυδαντίδες | ||
γενική | των | Κυδαντιδών | ||
αιτιατική | τους | Κυδαντίδες | ||
κλητική | Κυδαντίδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυδαντίδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κυδαντίδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ðanˈdi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐δα‐ντί‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυδαντίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό