Κρικέτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κρικέτος | οι | Κρικέτοι |
γενική | του | Κρικέτου | των | Κρικέτων |
αιτιατική | τον | Κρικέτο | τους | Κρικέτους |
κλητική | Κρικέτο | Κρικέτοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κρικέτος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾiˈce.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐κέ‐τος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρικέτος αρσενικό (θηλυκό Κρικέτου)