Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κουπακιώτισσα οι Κουπακιώτισσες
      γενική της Κουπακιώτισσας των Κουπακιωτισσών
    αιτιατική την Κουπακιώτισσα τις Κουπακιώτισσες
     κλητική Κουπακιώτισσα Κουπακιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουπακιώτισσα < Κουπακιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.paˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐πα‐κιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουπακιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κουπακιώτης