Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κουκουβάουνες
      γενική των Κουκουβαούνων
    αιτιατική τις Κουκουβάουνες
     κλητική Κουκουβάουνες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουκουβάουνες < παραφθορά του κουκουβάγια[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.kuˈva.u.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐κου‐βά‐ου‐νες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουκουβάουνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βύρων Πολύδωρας, Η μείζων Αθήνα (Αθήνα, Καστανιώτης, 2002), σελ. 449
  2. ΦΕΚ Α΄ 11, 24 Ιανουαρίου 1957)