Κουκοβιστιανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κουκοβιστιανή < Κουκοβιστιαν(ός) + -ή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.ko.vi.stçaˈnii/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κο‐βι‐στια‐νή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουκοβιστιανή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Κουκοβίστα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κουκοβιστιανός
Κουκοβιστιανή
|