↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κουκοβιστιανή οι Κουκοβιστιανές
      γενική της Κουκοβιστιανής των Κουκοβιστιανών
    αιτιατική την Κουκοβιστιανή τις Κουκοβιστιανές
     κλητική Κουκοβιστιανή Κουκοβιστιανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κουκοβιστιανή < Κουκοβιστιαν(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.ko.vi.stçaˈnii/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐κο‐βι‐στια‐νή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουκοβιστιανή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κουκοβιστιανός