Κορωπιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κορωπιώτισσα < Κορωπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ɾoˈpço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρω‐πιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚορωπιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κορωπιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- κορωπιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Κορωπί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορωπιώτης
Κορωπιώτισσα
|