Κοντογιαννάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοντογιαννάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοντογιαννάτος αρσενικό (θηλυκό Κοντογιαννάτου)
Κοντογιαννάτος αρσενικό (θηλυκό Κοντογιαννάτου)