Κοκκολάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοκκολάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοκκολάτος αρσενικό (θηλυκό Κοκκολάτου)
Κοκκολάτος αρσενικό (θηλυκό Κοκκολάτου)