Κλοποκίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κλοποκίτσα | ||
γενική | της | Κλοποκίτσας | ||
αιτιατική | την | Κλοποκίτσα | ||
κλητική | Κλοποκίτσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κλοποκίτσα < σλαβικής προέλευσης klopotica (κουδουνάκι)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /klo.poˈci.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κλο‐πο‐κί‐τσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κλοποκίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- οικισμός της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του οικισμού Κατσαντώνης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλοποκίτσα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021