Κλειτσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κλειτσιώτης | οι | Κλειτσιώτηδες |
γενική | του | Κλειτσιώτη* | των | Κλειτσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κλειτσιώτη | τους | Κλειτσιώτηδες |
κλητική | Κλειτσιώτη | Κλειτσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κλειτσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κλειτσιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κλειτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Κλειτσιώτη ή Κλειτσιώτου)