Κιπλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κιπλιώτης | οι | Κιπλιώτηδες |
γενική | του | Κιπλιώτη* | των | Κιπλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κιπλιώτη | τους | Κιπλιώτηδες |
κλητική | Κιπλιώτη | Κιπλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κιπλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κιπλιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιπλιώτης αρσενικό (θηλυκό Κιπλιώτη ή Κιπλιώτου)