Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κιούρκα
      γενική των Κιούρκων
    αιτιατική τα Κιούρκα
     κλητική Κιούρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κιούρκα < αρβανίτικη Qurk < qurqe[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈcuɾ.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κιούρ‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιούρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Οικονόμος, Eine neue Bergwerksurkunde aus Athen, Deutsches Archäologisches Institut 35, Athen: Eleuderudakis und Barth, 1910