Κεραμιδιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κεραμιδιώτης | οι | Κεραμιδιώτηδες |
γενική | του | Κεραμιδιώτη* | των | Κεραμιδιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κεραμιδιώτη | τους | Κεραμιδιώτηδες |
κλητική | Κεραμιδιώτη | Κεραμιδιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κεραμιδιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κεραμιδιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Κεραμιδιώτη ή Κεραμιδιώτου)