Καψιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καψιώτισσα < Καψιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈpsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ψιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαψιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καψιώτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καψιώτης
Καψιώτισσα
|