Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καχιασβίλης οι Καχιασβίληδες
      γενική του Καχιασβίλη των Καχιασβίληδων
    αιτιατική τον Καχιασβίλη τους Καχιασβίληδες
     κλητική Καχιασβίλη Καχιασβίληδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καχιασβίλης < προέλευσης από τη γεωργιανή კახიაშვილი (ḳaxiašvili) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καχιασβίλης αρσενικό (θηλυκό Καχιασβίλη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

ως ελληνικό επώνυμο: