Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κατσιμπάρδης οι Κατσιμπάρδηδες
Κατσιμπαρδαίοι
      γενική του Κατσιμπάρδη των Κατσιμπάρδηδων
Κατσιμπαρδαίων
    αιτιατική τον Κατσιμπάρδη τους Κατσιμπάρδηδες
Κατσιμπαρδαίους
     κλητική Κατσιμπάρδη Κατσιμπάρδηδες
Κατσιμπαρδαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κωλοκοτρόνης (κλίση: νοικοκύρης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κατσιμπάρδης < αρβανίτικη kacibardhë (αγριοτριανταφυλλιά)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κατσιμπάρδης αρσενικό, (θηλυκό Κατσιμπάρδη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία