Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὀστέον' (αρχαία ελληνικά)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀστεο- < ὀστου-
ονομαστική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
      γενική τοῦ ὀστέου > ὀστοῦ τῶν ὀστέων > ὀστῶν
      δοτική τῷ ὀστέ   > ὀστ τοῖς ὀστέοις > ὀστοῖς
    αιτιατική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
     κλητική ! ὀστέον > ὀστοῦν ὀστέ   > ὀστ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀστέω   > ὀστώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀστέοιν   > ὀστοῖν
2η κλίση, ομάδα 'ὀστέον ὀστοῦν', Κατηγορία 'ὀστέον' όπως «ὀστέον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

2η κλίση - οι ασυναίρετες μορφές από τα συνηρημένα ουδέτερα σε -έον > -οῦν

τὸ ὀστέον, τοῦ ὀστέου, τὰ ὀστέα, τῶν ὀστέων
τὸ ὀστοῦν, τοῦ ὀστοῦ, τὰ ὀστᾶ, τῶν ὀστῶν


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'οστούν'}}
Αφαιρούμε τα συνηρημένα με |σνρ=-

Υποκατηγορίες

Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.

Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὀστέον' (αρχαία ελληνικά)"

Αυτή η κατηγορία περιέχει μόνο την ακόλουθη σελίδα.