Καστράκιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Καστράκιον | ||||||
γενική | τοῦ | Καστρακίου | ||||||
δοτική | τῷ | Καστρακίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Καστράκιον | ||||||
κλητική ὦ! | Καστράκιον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστράκιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) (οικισμός) το Καστράκι