Δείτε επίσης: Κασσιώτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κασιώτης οι Κασιώτες
      γενική του Κασιώτη των Κασιωτών
    αιτιατική τον Κασιώτη τους Κασιώτες
     κλητική Κασιώτη Κασιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κασιώτης < Κάσ(ος) + -ιώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κασιώτης αρσενικό, (θηλυκό Κασιώτισσα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία