↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καρατζολίτισσα οι Καρατζολίτισσες
      γενική της Καρατζολίτισσας των Καρατζολιτισσών
    αιτιατική την Καρατζολίτισσα τις Καρατζολίτισσες
     κλητική Καρατζολίτισσα Καρατζολίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καρατζολίτισσα < Καρατζολίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾa.d͡zoˈli.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐τζο‐λί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καρατζολίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καρατζολίτης