Δείτε επίσης: καντζιώτισσα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καντζιώτισσα οι Καντζιώτισσες
      γενική της Καντζιώτισσας των Καντζιωτισσών
    αιτιατική την Καντζιώτισσα τις Καντζιώτισσες
     κλητική Καντζιώτισσα Καντζιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Καντζιώτισσα < Καντζιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΔΦΑ : /kanˈd͡zʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καντζιώτισσα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καντζιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καντζιώτης