↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καλλῖνος οἱ Καλλῖνοι
      γενική τοῦ Καλλίνου τῶν Καλλίνων
      δοτική τῷ Καλλίν τοῖς Καλλίνοις
    αιτιατική τὸν Καλλῖνον τοὺς Καλλίνους
     κλητική ! Καλλῖνε Καλλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλλίνω
γεν-δοτ τοῖν  Καλλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καλλῖνος < καλλ- + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καλλῖνος, -ου αρσενικό