Κάρνωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κάρνωψ | οἱ | Κάρνωπες |
γενική | τοῦ | Κάρνωπος | τῶν | Καρνώπων |
δοτική | τῷ | Κάρνωπῐ | τοῖς | Κάρνωψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κάρνωπᾰ | τοὺς | Κάρνωπᾰς |
κλητική ὦ! | Κάρνωψ | Κάρνωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κάρνωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Καρνώποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κάρνωψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάρνωψ αρσενικό η γενική -ωπος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press