↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κάρνωψ οἱ Κάρνωπες
      γενική τοῦ Κάρνωπος τῶν Καρνώπων
      δοτική τῷ Κάρνωπ τοῖς Κάρνωψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κάρνωπ τοὺς Κάρνωπᾰς
     κλητική ! Κάρνωψ Κάρνωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κάρνωπε
γεν-δοτ τοῖν  Καρνώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κάρνωψ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κάρνωψ αρσενικό η γενική -ωπος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)