Δείτε επίσης: κάλιο, κάλλιο, Κάλλιο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κάλλιον < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Κάλλιον
      γενική τοῦ Καλλίου
      δοτική τῷ Καλλί
    αιτιατική τὸ Κάλλιον
     κλητική ! Κάλλιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κάλλιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική /τὸ Κάλλιον
      γενική τῆς/τοῦ Καλλίου
      δοτική τῇ/τῷ Καλλί
    αιτιατική τὴν/τὸ Κάλλιον
     κλητική ! Κάλλιον
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός.
Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού.
2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κάλλιον θηλυκό ή ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία