Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ισκεντέρ < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική اسكندر‎ (iskender) (στην τουρκική γλώσσα İskender) και άλλες γλώσσες όπως την αρμενική Իսկենդեր (Iskender)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ισκεντέρ και Ισκέντερ αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. ενδεικτικά, λήμμα «Ἰσκεντέρ», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Αθήνα: Πυρσός, 1926-1934), τόμ. 13, σ. 215.



Ποντιακά (pnt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ισκεντέρ < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική اسكندر‎ (iskender), προέλευσης από την αραβική ή την περσική

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ισκεντέρ και Ισκέντερ αρσενικό, άκλιτο

Παράγωγα επεξεργασία