Ἰσκεντέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἰσκεντέρ < → δείτε τη λέξη Ισκεντέρ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸσκεντέρ αρσενικό, άκλιτο
- (καθαρεύουσα) πολυτονική γραφή του Ισκεντέρ
- ※ Τούτων ἐν Μολδαβυίᾳ γινομένων, οἱ ἀδελφοὶ Ἀλῆ Μπέης καὶ Ἰσκεντὲρ Μιχάλογλου ἐπέτρεχον τὴν παραδουνάβειον Οὐγγαρίαν.
- Σταύρος Βουτυράς, Λεξικόν ιστορίας και γεωγραφίας, τόμ. 8 (Κωνσταντινούπολη: Εκ του Τυπογραφείου του “Νεολόγου”, 1890), σ. 391.
- ※ Τούτων ἐν Μολδαβυίᾳ γινομένων, οἱ ἀδελφοὶ Ἀλῆ Μπέης καὶ Ἰσκεντὲρ Μιχάλογλου ἐπέτρεχον τὴν παραδουνάβειον Οὐγγαρίαν.