Μεταγραφή

επεξεργασία

Ισκενδέρ και Ισκένδερ[1] αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 6 (Αθήνα: Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1929), σ. 828, λήμμα «Ἰσκένδερ».
  2. Βλ. ενδεικτικά, λήμμα «Ἰσκενδέρ», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Αθήνα: Πυρσός, 1926-1934), τόμ. 13, σ. 215.