Ιεροκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ιεροκλής | οι | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες ** |
γενική | του | Ιεροκλή & Ιεροκλέους * |
των | Ιεροκλέων & Ιεροκλήδων |
αιτιατική | τον | Ιεροκλή | τους | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες |
κλητική | Ιεροκλή | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ιεροκλής < αρχαία ελληνική Ἱεροκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε (ιερός) ιερο- + κλής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙεροκλής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ιεροκλής
|