Θεολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θεολογία | οι | Θεολογίες |
γενική | της | Θεολογίας | των | Θεολογιών |
αιτιατική | τη | Θεολογία | τις | Θεολογίες |
κλητική | Θεολογία | Θεολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεολογία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θεολογία
|