Ζαπαντιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ζαπαντιώτισσα < Ζαπαντιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.panˈdʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζα‐πα‐ντιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαπαντιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ζαπαντιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Ζαπάντι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ζαπαντιώτης
Ζαπαντιώτισσα
|