Δείτε επίσης: Ευρυάλη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Εὐρυᾰλα-
ονομαστική Εὐρυάλη αἱ Εὐρυάλαι
      γενική τῆς Εὐρυάλης τῶν Εὐρυαλῶν
      δοτική τῇ Εὐρυάλ ταῖς Εὐρυάλαις
    αιτιατική τὴν Εὐρυάλην τὰς Εὐρυάλᾱς
     κλητική ! Εὐρυάλη Εὐρυάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐρυάλ
γεν-δοτ τοῖν  Εὐρυάλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐρυάλη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐρυάλη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία