εὐρύαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐρύαλος | τὸ εὐρύαλον | οἱ, αἱ εὐρύαλοι | τὰ εὐρύαλα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐρυάλου | τοῦ εὐρυάλου | τῶν εὐρυάλων | τῶν εὐρυάλων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐρυάλῳ | τῷ εὐρυάλῳ | τοῖς, ταῖς εὐρυάλοις | τοῖς εὐρυάλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐρύαλον | τὸ εὐρύαλον | τοὺς, τὰς εὐρυάλους | τὰ εὐρύαλα |
Κλητική | εὐρύαλε | εὐρύαλον | εὐρύαλοι | εὐρύαλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐρυάλω | |||
Γενική-Δοτική | εὐρυάλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐρύαλος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- εὐρύαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐρύαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.