Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐρύαλος τὸ εὐρύαλον οἱ, αἱ εὐρύαλοι τὰ εὐρύαλα
Γενική τοῦ, τῆς εὐρυάλου τοῦ εὐρυάλου τῶν εὐρυάλων τῶν εὐρυάλων
Δοτική τῷ, τῇ εὐρυάλῳ τῷ εὐρυάλῳ τοῖς, ταῖς εὐρυάλοις τοῖς εὐρυάλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐρύαλον τὸ εὐρύαλον τοὺς, τὰς εὐρυάλους τὰ εὐρύαλα
Κλητική εὐρύαλε εὐρύαλον εὐρύαλοι εὐρύαλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐρυάλω
Γενική-Δοτική εὐρυάλοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐρύαλος < εὐρύ- + ἅλως

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐρύαλος, -ος, -ον