Εὐλογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Εὐλογίᾱ | αἱ | Εὐλογίαι |
γενική | τῆς | Εὐλογίᾱς | τῶν | Εὐλογιῶν |
δοτική | τῇ | Εὐλογίᾳ | ταῖς | Εὐλογίαις |
αιτιατική | τὴν | Εὐλογίᾱν | τὰς | Εὐλογίᾱς |
κλητική ὦ! | Εὐλογίᾱ | Εὐλογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐλογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐλογίαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εὐλογία < εὐλογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕὐλογία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- Εὐλογία - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven