ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐκολῖνος οἱ Εὐκολῖνοι
      γενική τοῦ Εὐκολίνου τῶν Εὐκολίνων
      δοτική τῷ Εὐκολίν τοῖς Εὐκολίνοις
    αιτιατική τὸν Εὐκολῖνον τοὺς Εὐκολίνους
     κλητική ! Εὐκολῖνε Εὐκολῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐκολίνω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐκολίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εὐκολῖνος όνομα 3ου αιώνα πκε < εὖ + λείπει η ετυμολογία + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εὐκολῖνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία