Ερένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ερένεια | ||
γενική | της | Ερένειας | ||
αιτιατική | την | Ερένεια | ||
κλητική | Ερένεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ερένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐρένεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈɾe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρέ‐νει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕρένεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Σακελλαρίου, Μ., Φαράκλας, Νικόλαος (1972), Μεγαρίς, Αιγόσθενα, Ερένεια, Αθήνα: Athens Technological Organization