Εξάρχεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Εξάρχεια | ||
γενική | των | Εξαρχείων | ||
αιτιατική | τα | Εξάρχεια | ||
κλητική | Εξάρχεια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksaɾ.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ξάρ‐χει‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εξάρχεια ουδέτερο πληθυντικός
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Άρχισε λοιπόν να σχεδιάζει να βρει ένα μικρό δυάρι στα Εξάρχεια, για να είναι κοντά στη δουλειά. (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι (Αθήνα: Καστανιώτης, 2000), σελ. 38)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Εξάρχεια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γιάννης Καιροφύλας, Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια (Αθήνα: εκδ. Φιλιππότη, 2002), σελ. 19.