Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Εξάρχεια
      γενική των Εξαρχείων
    αιτιατική τα Εξάρχεια
     κλητική Εξάρχεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εξάρχεια < Έξαρχ(ος) + -εια > επώνυμο ενός Ηπειρώτη εμπόρου που διέθετε κατάστημα στην περιοχή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈksaɾ.çi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐ξάρ‐χει‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εξάρχεια ουδέτερο πληθυντικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιάννης Καιροφύλας, Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια (Αθήνα: εκδ. Φιλιππότη, 2002), σελ. 19.