secret
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | secret |
συγκριτικός | more secret |
υπερθετικός | most secret |
secret (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
secret | secrets |
secret (en)
- το μυστικό, κάτι που το γνωρίζουν μόνο ένας ή λίγοι άνθρωποι και δεν το λένε σε άλλους
- ↪ Can you keep a secret?
- Κρατάς μυστικό;
- ↪ I don’t want her to know our secret.
- Δεν θέλω να ξέρει το μυστικό μας.
- ↪ Can you keep a secret?
- το μυστικό, ο καλύτερος ή ο μοναδικός τρόπος για να πετύχω κάτι
- ↪ What is his secret for success?
- Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του;
- ↪ What is his secret for success?
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
secret | secrets |
secret (fr) αρσενικό
- το μυστικό
- η μυστικότητα
- διάλυμα νιτρικού υδράργυρου
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | secret | secrets |
θηλυκό | secrète | secrètes |
secret (fr)